Νικάνδρου

Νικάνδρου
Νίκανδρος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ετεροιώ — ἑτεροιῶ, όω (ΑΜ) [ετεροίος] αρχ. 1. καθιστώ κάτι διαφορετικό κατά το είδος 2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτεροιούμενα οι μυθολογικές μεταμορφώσεις (τίτλος έργου τού Νικάνδρου) …   Dictionary of Greek

  • θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… …   Dictionary of Greek

  • θηριακός — ή, και θεριακή, ό (ΑΜ θηριακός, ή, όν) [θηρίο] (φαρμ.) το θηλ. ως ουσ. η θηριακή φάρμακο που χρησιμοποιούσαν παλιότερα ως αντίδοτο σε δηλητηριώδη δαγκώματα αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τα θηρία 2. αυτός που αναφέρεται στα άγρια ζώα 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία …   Dictionary of Greek

  • νίκανδρο(ν) — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών σολανιδών με ένα μόνον είδος, γνωστό με τη λόγια ονομασία νίκανδρον το φυσσαλοειδές, ιθαγενές τής τροπικής Αμερικής και τών ΗΠΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < nicandra, από το όν. τού… …   Dictionary of Greek

  • οιταϊκός — οἰταϊκός, ή, όν (Α) [οίτη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όρος Οίτη 2. (το ουδ. πληθ. ως κύρ. όν.) Οἰταϊκά. τίτλος έργου τού Νικάνδρου …   Dictionary of Greek

  • οφιακός — ὀφιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίδι 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀφιακά σύγγραμμα τού Νικάνδρου για τους όφεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + κατάλ. ακός (πρβλ. θηρι ακός: θηριακά)] …   Dictionary of Greek

  • Δίφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Θησηίς, από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα. Επονομάστηκε χωλιαμβογράφος, γιατί έγραφε χωλούς ιάμβους. Τους σκωπτικούς του στίχους εναντίον του φιλόσοφου Βοΐδα… …   Dictionary of Greek

  • Κολοφών — Αρχαία ιωνική πόλη της Λυδίας της Μικράς Ασίας, μεταξύ Σμύρνης και Εφέσου. Ιδρύθηκε από Ίωνες κατά τον 11ο αι. π.Χ. Κάτοικοί της μετοίκησαν στη Σμύρνη συντελώντας έτσι στον εξιωνισμό της πόλης. Η πόλη άκμασε ιδιαίτερα στη διάρκεια του 8ου και του …   Dictionary of Greek

  • Κράμερ, Τζον Άντονι — (John Anthony Cramer, Ελβετία 1793 – 1848). Άγγλος φιλόλογος και γεωγράφος. Σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου δίδαξε αργότερα νεότερη ιστορία. Έγραψε διάφορα έργα, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Μελέτη για τη διάβαση του Αννίβα από τις Άλπεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”